- ἐνδιαθήσονται
- ἐνδιᾱθήσονται , ἐνδιάωstay in the open airfut ind pass 3rd pl (attic)ἐνδιᾱθήσονται , ἐνδιάωstay in the open airfut ind pass 3rd pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδιατίθεμαι — ἐνδιατίθεμαι (Α) 1. τακτοποιώ 2. εκθέτω, αναπτύσσω («οἷς ἐνδιαθήσονται τὸ εὐχάριστον», Φίλ.) 3. είμαι, γίνομαι ενδιάθετος … Dictionary of Greek